βερβερίτσα

βερβερίτσα
η
ο σκίουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (σλαβ.) ververitsa].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βερβερίτσα — η ο σκίουρος: Τον έχω δει να σκαρφαλώνει στα δέντρα σαν βερβερίτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκίουρος — (sciurus). Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα είδη τρωκτικών, της οικογένειας των Σκιουριδών, της υπόταξης των Aπλοδόντων. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην υποοικογένεια των Σκιουρινών που περιλαμβάνει πάνω από 30 γένη, κατανεμημένα κατά… …   Dictionary of Greek

  • ασπάλακας — ο (Α ἀσπάλαξ και σπάλαξ και ἀσφάλαξ και σφάλαξ) 1. ο τυφλοπόντικας 2. ο τυφλός (πρβλ. αρχ. παροιμ. «ἀσπάλακος τυφλότερος») νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που δεν είναι οξυδερκής, που δεν βλέπει τι γίνεται γύρω του 2. το θηλαστικό σκίουρος ο κοινός, η… …   Dictionary of Greek

  • βερβέρα — η βλ. βερβερίτσα …   Dictionary of Greek

  • καμψίουρος — καμψίουρος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. αυτός που κάμπτει την ουρά 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ καμψίουρος ο σκίουρος, η βερβερίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμψι (< κάμπτω) + ουρος (< οὐρά), πρβλ. θυσάν ουρος, μακρόουρος. Σύνθ. τού τ. τερψί μβροτος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”